υπερουσιότητα

υπερουσιότητα
η / ὑπερουσιότης, -ητος, ΝΜΑ [ὑπερούσιος]
εκκλ. (για τον Θεό) η ιδιότητα τού υπερούσιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπερουσιασμός — ὁ, Μ η υπερουσιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερούσιος, πιθ., μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *ὑπερουσιάζω] …   Dictionary of Greek

  • υπερούσιος — α, ο / ὑπερούσιος, ον, ΝΜΑ εκκλ. (ως προσωνυμία τού Θεού) 1. αυτός που βρίσκεται πέρα και πάνω από την ύλη, άϋλος 2. (κατ επέκτ.) απρόσιτος στην ανθρώπινη γνώση («τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος», Διον. Αρεοπ.) μσν. 1. πάμπλουτος 2. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”